- ντερβέναγας
- οβλ. δερβέναγας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντερβέναγας — ο βλ. δερβέναγας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δερβέναγας — και ντερβέναγας, ο 1. αρχηγός σώματος ενόπλων, οι οποίοι επί Τουρκοκρατίας φρουρούσαν τους δημόσιους δρόμους και κυρίως τις διόδους στα βουνά 2. άνθρωπος βίαιος και τυραννικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. derbentağasi] … Dictionary of Greek